συγκλειστός

From LSJ
Revision as of 10:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλειστός Medium diacritics: συγκλειστός Low diacritics: συγκλειστός Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkleistós Transliteration B: synkleistos Transliteration C: sygkleistos Beta Code: sugkleisto/s

English (LSJ)

ή, όν, A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64. 2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15. 3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.

German (Pape)

[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.

French (Bailly abrégé)

ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.

Russian (Dvoretsky)

συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1) закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2) смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.