συναναλάμπω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.