συνελευστικός

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελευστικός Medium diacritics: συνελευστικός Low diacritics: συνελευστικός Capitals: ΣΥΝΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syneleustikós Transliteration B: syneleustikos Transliteration C: synelefstikos Beta Code: suneleustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.

German (Pape)

[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.

Russian (Dvoretsky)

συνελευστικός: общительный Plut.