τριακτήρ

From LSJ
Revision as of 13:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐακτήρ Medium diacritics: τριακτήρ Low diacritics: τριακτήρ Capitals: ΤΡΙΑΚΤΗΡ
Transliteration A: triaktḗr Transliteration B: triaktēr Transliteration C: triaktir Beta Code: triakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τριάζω) A victor, A.Ag.171 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. διδακ-τήρ)].

Greek Monotonic

τριακτήρ: -ῆρος, ὁ (τριάζω), νικητής, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακτήρ -ῆρος, ὁ [τρεῖς] overwinnaar (wie zijn tegenstander bij het worstelen drie maal op zijn rug heeft geworpen).

Russian (Dvoretsky)

τριακτήρ: ῆρος ὁ трижды, т. е. окончательно победивший, победитель Aesch.

Middle Liddell

τριακτήρ, ῆρος, ὁ, τριάζω
a victor, Aesch.