τιγγαβάρινος

From LSJ
Revision as of 13:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιγγᾰβάρῐνος Medium diacritics: τιγγαβάρινος Low diacritics: τιγγαβάρινος Capitals: ΤΙΓΓΑΒΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: tingabárinos Transliteration B: tingabarinos Transliteration C: tiggavarinos Beta Code: tiggaba/rinos

English (LSJ)

[βᾰ], η, ον, A of vermilion, χρῶμα Dam.Isid.203.

German (Pape)

[Seite 1109] zinnoberfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιγγᾰβάρῐνος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Μ τιγγάβαρι
αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος.