τυμπανοειδής

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνοειδής Medium diacritics: τυμπανοειδής Low diacritics: τυμπανοειδής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: tympanoeidḗs Transliteration B: tympanoeidēs Transliteration C: tympanoeidis Beta Code: tumpanoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a drum, Arist.Cael.293b34, D.L.9.30 (Cobet, for -ῶδες), Placit. 3.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τύμπανον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un tambour.
Étymologie: τύμπανον, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου
νεοελλ.
πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνοειδής: имеющий форму барабана Arst., Diog. L., Plut.