τρυσάνωρ

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].

Greek Monotonic

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.

Middle Liddell

τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, τρύω
wearying a man, Soph.