τυμβοχόος
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ον, (χέω) A throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος.
Greek Monotonic
τυμβοχόος: -ον (χέω)·
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοχόος: II ὁ могильщик Anth.
насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβοχόος -ον [τύμβος, χέω] een grafheuvel bouwend.
Middle Liddell
τυμβο-χόος, ον, [χέω]
I. throwing up a cairn or barrow, Anth.
II. τ. χειρώματα cairns thrown up by work of hand, Aesch.