φλαυρουργός

From LSJ
Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαυρουργός Medium diacritics: φλαυρουργός Low diacritics: φλαυρουργός Capitals: ΦΛΑΥΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phlaurourgós Transliteration B: phlaurourgos Transliteration C: flavrourgos Beta Code: flaurourgo/s

English (LSJ)

όν, A working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Greek Monotonic

φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φλαυρουργός: плохо работающий: φ. ἀνήρ Soph. неумелый работник.

Middle Liddell

φλαυρ-ουργός, όν [*ἔργω
working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.