φλυδαρός

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠδᾰρός Medium diacritics: φλυδαρός Low diacritics: φλυδαρός Capitals: ΦΛΥΔΑΡΟΣ
Transliteration A: phlydarós Transliteration B: phlydaros Transliteration C: flydaros Beta Code: fludaro/s

English (LSJ)

ά, όν, A soft, flabby, Hp. ap. Gal.19.152.

German (Pape)

[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδ-αρός, πλαδ-αρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].