φυγαδευτικός

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδευτικός Medium diacritics: φυγαδευτικός Low diacritics: φυγαδευτικός Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phygadeutikós Transliteration B: phygadeutikos Transliteration C: fygadeftikos Beta Code: fugadeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A banishing, τινος Hld.8.11. II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.

German (Pape)

[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φυγαδεύω
1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.).