χαλκόπεδος

From LSJ
Revision as of 15:21, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπεδος Medium diacritics: χαλκόπεδος Low diacritics: χαλκόπεδος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: chalkópedos Transliteration B: chalkopedos Transliteration C: chalkopedos Beta Code: xalko/pedos

English (LSJ)

ον, A with floor of bronze, ἕδρα θεῶν Pi.I.7(6).44.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα θεῶν Pind. I. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος ἐκ χαλκοῦ, ἕδρα θεῶν Πινδ. Ι. 7 (6) 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol d’airain, au sol inébranlable.
Étymologie: χαλκός, πέδον.

English (Slater)

χαλκόπεδος, -ον
   1 with bronze floor χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ-πεδος, ὑψί-πεδος].

Greek Monotonic

χαλκόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπεδος: с медным основанием (ἕδρα θεῶν Pind.).

Middle Liddell

χαλκό-πεδος, ον, πέδον
with floor of brass, Pind.