χαλκόπεδος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
ον, A with floor of bronze, ἕδρα θεῶν Pi.I.7(6).44.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα θεῶν Pind. I. 6, 44.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος ἐκ χαλκοῦ, ἕδρα θεῶν Πινδ. Ι. 7 (6) 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol d’airain, au sol inébranlable.
Étymologie: χαλκός, πέδον.
English (Slater)
χαλκόπεδος, -ον
1 with bronze floor χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ-πεδος, ὑψί-πεδος].
Greek Monotonic
χαλκόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπεδος: с медным основанием (ἕδρα θεῶν Pind.).