χειρογάστωρ

From LSJ
Revision as of 15:26, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρογάστωρ Medium diacritics: χειρογάστωρ Low diacritics: χειρογάστωρ Capitals: ΧΕΙΡΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: cheirogástōr Transliteration B: cheirogastōr Transliteration C: cheirogastor Beta Code: xeiroga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, A one who fills his belly with his hands, i.e. lives by handiwork, Hecat.367 J.: Χειρογάστορες, name of play by Nicopho.

German (Pape)

[Seite 1345] ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, d. i. Einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt, Hecat. bei Poll. 1, 50. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

χειρογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ποριζόμενος τὴν τροφὴν τῆς γαστρός, χειροβίωτος, Ἑκαταῖος 359· Χειρογάστορες εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ δράματός τινος τοῦ Νικοφῶντος, πρβλ. Herm. Opusc. 7. 325 κἑξ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. ο χειροβίωτος, ο βιοπαλαιστής
2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο-γάστωρ].