χελυνοίδης

From LSJ
Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελῡνοίδης Medium diacritics: χελυνοίδης Low diacritics: χελυνοίδης Capitals: ΧΕΛΥΝΟΙΔΗΣ
Transliteration A: chelynoídēs Transliteration B: chelynoidēs Transliteration C: chelynoidis Beta Code: xelunoi/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A with swollen lips, Com.Adesp.1194, Eust.1684.29.

German (Pape)

[Seite 1348] mit geschwollenen, dicken Lippen, Eustath., vgl. Phryn. in B. A. 72.

Greek (Liddell-Scott)

χελῡνοίδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεγάλα καὶ ἐξῳδηκότα χείλη, κοινῶς «χειλαρᾶς», «ὁ τὴν χελύνην μεγάλην ἔχων ὄμοιον τῷ πεοίδης, οἷον ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26, Εὐστ. 1684. 29.

Greek Monolingual

και χελυνίδης, ὁ, Α
αυτός που έχει παχιά, εξογκωμένα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. χελυνοιδῶ (< χελύνη (Ι) «χείλος» + οἰδῶ «πρήζομαι»), πρβλ. πε-οίδης].