Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαρακίτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρᾰκίτης Medium diacritics: χαρακίτης Low diacritics: χαρακίτης Capitals: ΧΑΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: charakítēs Transliteration B: charakitēs Transliteration C: charakitis Beta Code: xaraki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A living behind a fence: metaph., cloisterling, βιβλιακοὶ χ. Timo 12.2. 2 χ. τιθυμαλίς, = χαρακίας ΙΙ, Afric.Cest.p.81 V., Aët.1.397.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ χάραξ), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ χαράσσω, οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).

Greek Monolingual

και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος, χαρακιάς (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].