χλοεροτρόφος

From LSJ
Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοεροτρόφος Medium diacritics: χλοεροτρόφος Low diacritics: χλοεροτρόφος Capitals: ΧΛΟΕΡΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chloerotróphos Transliteration B: chloerotrophos Transliteration C: chloerotrofos Beta Code: xloerotro/fos

English (LSJ)

ον, A producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.

Greek (Liddell-Scott)

χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].

Greek Monotonic

χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).

Middle Liddell

χλοερο-τρόφος, ον, τρέφω
producing green grass, Eur.