χειρομύλη

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρομύλη Medium diacritics: χειρομύλη Low diacritics: χειρομύλη Capitals: ΧΕΙΡΟΜΥΛΗ
Transliteration A: cheiromýlē Transliteration B: cheiromylē Transliteration C: cheiromyli Beta Code: xeiromu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, A hand-mill, X.Cyr.6.2.31.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, = Folgdm, Xen. Cyr. 6, 2,31.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.

Greek Monotonic

χειρομύλη: [ῠ], ἡ, χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χειρομύλη: (ῠ) ἡ ручная мельница Xen.

Middle Liddell

χειρο-μύλη, ἡ,
a hand-mill, Xen.