χυτρίς

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρίς Medium diacritics: χυτρίς Low diacritics: χυτρίς Capitals: ΧΥΤΡΙΣ
Transliteration A: chytrís Transliteration B: chytris Transliteration C: chytris Beta Code: xutri/s

English (LSJ)

ἡ, Dim. (in form only) of χύτρα or χύτρος, gen. ίδος or ῖδος (dual A χυτρῖδε Bato 3.2), Hdt. 5.88, IG11(2).110.25 (Delos, iii B. C.), al., Erasistr. ap. Gal.11.215, Apollon. ap. eund.12.651; also χυθρίς, IG7.3498.13,44 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 1385] ῖδος, ἡ, dim. von χύτρα, χύτρος, ohne verkleinernde Bdtg; Her. 5, 88; Bato bei Ath. VII, 279 c, vgl. XI, 502 h.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίς: ἡ, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τὸν τύπον) τοῦ χύτραχύτρος, Ἡρόδ. 5. 88· Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο Βάτων ὁ Κωμικὸς ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 2· περὶ τῆς γεν. ῖδος, πρβλ. νησίς, χειρίς, καὶ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de terre, marmite.
Étymologie: χύτρα.

Greek Monolingual

και χυθρίς, γεν. -ίδος και -ῑδος, ἡ, Α
1. μικρή χύτρα
2. ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς). Ο τ. χυθρίς με αφομοιωτική τροπή του -τ- σε -θ-].

Greek Monotonic

χυτρίς: ἡ, υποκορ. του χύτρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χυτρίς: ίδος ἡ глиняный сосуд Her.

Middle Liddell

χυτρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of χύτρα, Hdt.]