ἀγωγαῖος
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ον, (ἀγωγή) A fit for leading by, of a dog's collar or leash, AP6.35 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωγαῖος: -ον, (ἀγωγή) ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἄγῃ τις δι’ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à conduire, à mener en laisse.
Étymologie: ἀγωγή.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bueno para llevar, guiar κυνάγχη AP 6.35 (Leon.), cf. Sud.
2 subst. τὰ ἀγωγαῖα sent. dud., prob. ritos de ingreso en una fratría SEG 19.580A.4 (Quíos IV/III a.C.).
Greek Monotonic
ἀγωγαῖος: -ον, κατάλληλος για οδήγηση ή καθοδήγηση, λέγεται για το περιλαίμιο σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωγαῖος: служащий для вождения (κυνάγχη Anth.).