ἀκέραστος
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
ον, A unmixed, pure, τόλμης ἀνδρείας Pl.Plt.310d. Adv. ἀκεράστως, πνέων, gloss on ἀκραής, Sch. Od.2.421. II of vowelsounds, not coalescing, D.H.Comp.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέραστος: -ον, ἀμιγής, ἄμικτος, ἀκέραστος τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no mezclado, exento de τόλμης Pl.Plt.310d.
2 gram., de las vocales que no se puede contraer D.H.Comp.22.39.
II adv. -ως sin mezcla ἀ. πνέων Sch.Od.2.421.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ τοῡ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέραστος: несмешанный: ἀ. τινος Plat. не смешанный с чем-л., свободный от чего-л.