ἀκυβέρνητος

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῠβέρνητος Medium diacritics: ἀκυβέρνητος Low diacritics: ακυβέρνητος Capitals: ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akybérnētos Transliteration B: akybernētos Transliteration C: akyvernitos Beta Code: a)kube/rnhtos

English (LSJ)

ον, A without steersman, Ph.1.219, Plu.Caes.28, Luc. JTr.46: metaph., θυμός Ph.Fr.110 H., cf. 1.696; ἀμέλεια Onos.33.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῠβέρνητος: -ον, ἄνευ κυβερνήτου, πηδαλιούχου, Πλουτ. Καῖσ. 28, Λουκ., κ.τ.λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pilote.
Étymologie: ἀ, κυβερνάω.

Spanish (DGE)

-ον
sin timonel πλοῖον Ph.1.219, ἐν ἀναρχίᾳ πόλιν ὥσπερ ναῦν ἀ. ὑποφερομένην Plu.Caes.28, cf. Luc.ITr.46
fig. θυμός Ph.Fr.110H., ἄνθρωπος Plu.2.501d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκυβέρνητος, -ov)
1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο
2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση
2. αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο ατίθασος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κυβερνῶ.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ακυβερνησία].

Greek Monotonic

ἀκῠβέρνητος: -ον (κυβερνάω), αυτός που είναι χωρίς κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκῠβέρνητος: не имеющий кормчего, никем не управляемый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ ἀνηγεμόνευτος Luc.).

Middle Liddell

κυβερνάω
without steersman, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκυβέρνητος -ον [ἀ-, κυβερνάω zonder stuurman.