ἀμαυρότης

From LSJ
Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαυρότης Medium diacritics: ἀμαυρότης Low diacritics: αμαυρότης Capitals: ΑΜΑΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: amaurótēs Transliteration B: amaurotēs Transliteration C: amavrotis Beta Code: a)mauro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A dimness, αἰσθήσεων Gal.11.282; obscurity, Epist.Maximini ap.Eus.DE9.7, cf. Eust. 1585.47.

German (Pape)

[Seite 117] ητος, ἡ, Schwäche, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρότης: -ητος, ἡ, = ἀμυδρότης, σκοτεινότης, Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 352.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 oscuridad, ceguera τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49
fig. tiniebla, obnubilación c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.HE 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.
2 vaguedad αἰσθήσεων Gal.11.282.

Greek Monolingual

(-ητος), η (Α ἀμαυρότης) ἀμαυρός
(νεοελλ. -ιατρ.) εξασθένηση της οράσεως, θολούρα τών ματιών
μσν.- νεοελλ.
το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό
αρχ.
αδυναμία, ανημπόρια.