ἀνάπνευμα

From LSJ
Revision as of 17:49, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευμα Medium diacritics: ἀνάπνευμα Low diacritics: ανάπνευμα Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΜΑ
Transliteration A: anápneuma Transliteration B: anapneuma Transliteration C: anapnevma Beta Code: a)na/pneuma

English (LSJ)

poet. ἄμπν-, ατος, τό, A resting-place, Pi.N.1.1.

German (Pape)

[Seite 203] p. ἄμπνευμα (-πνέω), τό, Erholung, Ruheplatz, Pind. N. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, ατος, τό, τόπος πρὸς ἀνάπαυσιν, ἀναπαυτήριον, Πινδ. Ν. 1. 1.

Spanish (DGE)

v. ἄμπνευμα.

Greek Monolingual

ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) ἀναπνέω
τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο.

Greek Monotonic

ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, -ατος, τό (ἀναπνέω), τόπος ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀναπνέω
a resting-place, Pind.