ἀναγελάω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A laugh loud, X.Cyr.5.1.9, Plu.Arat.6, Philostr.VA5.7; ἐπί τινι at one, X.Cyr.6.1.34.
German (Pape)
[Seite 182] (s. γελάω), auflachen, Xen. Cyr. 5, 1, 8 u. sonst; ἐπί τινι 6, 1, 34; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγελάω: γελῶ μεγαλοφώνως, ἠχηρῶς, ἀναγελάσας, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 9· ἐπί τινι αὐτόθι 6, 1, 34.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνεγέλασε;
éclater de rire ; ἐπί τινι au sujet de qch.
Étymologie: ἀνά, γελάω.
Spanish (DGE)
reirse a carcajadas abs. E.Tr.332, X.Cyr.5.1.9, Plu.Arat.6, 2.739c, Philostr.VA 5.7, c. ac. int. μεγάλα Polyaen.7.12
•c. prep. reirse de alguien ἐπὶ τῷ κρείττονι X.Cyr.6.1.34, πρὸς τοὺς βουλευτάς reirse delante de los consejeros Luc.Tox.26.
Greek Monotonic
ἀναγελάω: μέλ. -άσομαι, γελώ δυνατά, ἀναγελάσας, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγελάω: разразиться смехом, захохотать Xen., Plut.