ἀναπαυτικός

From LSJ
Revision as of 18:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαυτικός Medium diacritics: ἀναπαυτικός Low diacritics: αναπαυτικός Capitals: ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapautikós Transliteration B: anapautikos Transliteration C: anapaftikos Beta Code: a)napautiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A giving rest, Ptol. Tetr.20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.