ἀνεπίκριτος

From LSJ
Revision as of 18:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίκρῐτος Medium diacritics: ἀνεπίκριτος Low diacritics: ανεπίκριτος Capitals: ΑΝΕΠΙΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: anepíkritos Transliteration B: anepikritos Transliteration C: anepikritos Beta Code: a)nepi/kritos

English (LSJ)

ον, A not decided, indeterminate, πράγματα Aristocl. ap. Eus.PE14.18, cf. S.E.P.1.98, etc. Adv. -τως Id.M.11.230. 2 indistinct, indeterminate, φαντασία Plot.3.6.4. 3 Medic., untested, untried, ἡ διαφωνία ἡ ἀ., t.t. of the Empirics, Gal.1.78. 4 not officially examined, POxy.257.23 (ii A.D.), etc.; of a question, etc., unexamined, Simp. in Ph.1148.29.

German (Pape)

[Seite 224] nicht urtheilend, nicht zu beurtheilen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) ἄκριτος, ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indeterminado (πράγματα) ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀ. Timo 2.3, en lóg. ἀνεπίκριτον δέ γε ἐστὶ μέχρι τοῦ νῦν τὸ ὑγιὲς συνημμένον el verdadero silogismo no ha sido definido hasta ahora S.E.M.8.427, cf. 428
impreciso φαντασία ἀ. imagen mental imprecisa Plot.3.6.4
no examinado ἡ ἐπιχείρησις Simp.in Ph.1148.29
no probado διαφωνία de los empíricos, Gal.1.78.
2 no inscrito ref. a un individuo cualificado para ser inscrito en las listas de la ἐπίκρισις pero que por un motivo determinado no figura en ellas todavía POxy.257.23 (I d.C.), 597 (II d.C.), Wilcken Chr.1.220.16 (II d.C.).
II adv. -ως sin que se llegue a una decisión a. διαφωνουμένην ... τὴν ὑπόστασιν S.E.M.11.230, στασιάζοντες S.E.P.1.88
taxativamente λέγειν S.E.P.2.88.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίκριτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση
μσν.
αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση, ο ακαθόριστος
2. ο μη δοκιμασμένος, ο ασαφής
3. όποιος δεν έχει επίσημα εξεταστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίκρῐτος: нерешенный: διαφωνία ἀ. περί τινος Sext. оставшееся нерешенным разногласие в чем-л.