ἀπέρατος

From LSJ
Revision as of 19:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρᾱτος Medium diacritics: ἀπέρατος Low diacritics: απέρατος Capitals: ΑΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: apératos Transliteration B: aperatos Transliteration C: aperatos Beta Code: a)pe/ratos

English (LSJ)

ον, (περάω) A not to be crossed or passed, ποταμός Plu.2.326e, Luc.VH2.30: metaph., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀ. A.Supp.1049.
ἀπέρᾰτος, ον, (πέρας) A boundless, Ph.1.554, al.; v.l. for ἀπέραντος in Pl.Tht.147c (Anon.in Tht.23.48), Sch.Ar.Nu.3.

German (Pape)

[Seite 287] undurchdringlich, Διὸς φρήν Aesch. Suppl. 1035; ποταμός, über den man nicht übersetzen kann, Luc. V. H. 2, 30 Plut. de Alex. fort. 1, 1. In der Bdtg unendlich zw.; Ar. Nubb. 3 ist ἀπέραντον die richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρᾱτος: -ον, (περάω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qu’on ne peut traverser ; fig. impénétrable.
Étymologie: ἀ, περάω.

Spanish (DGE)

(ἀπέρᾱτος) -ον
1 fig. impenetrable φρήν A.Supp.1049.
2 invadeable ποταμοί Plu.2.326e.
-ον
ilimitado, infinito μεγέθη Epicur.(?) en Rh.Mus.62.124, αἰών Ph.1.554, φλόξ Ph.1.452, cf. PHarris 55.17, 18 (II d.C.), Sch.Ar.Nu.3, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ἀπέρατος, -ον περώ
αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος.
(II)
ἀπέρατος, -ον (Α) περατώ
ατελείωτος, απέραντος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρᾱτος:
1) непереходимый (ποταμός Plut., Luc.);
2) непроницаемый, неисповедимый (Διὸς φρήν Aesch.).