ἀπορρυπαίνω
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
A tarnish, prob. in S.Ichn.153 (Pass.).
Spanish (DGE)
(ἀπορρῠπαίνω)
manchar, empañar en v. pas. ἃ νῦν ὑφ' ὑμῶν λάμπρ' ἀπορρυηαίνεται S.Fr.314.159.
Greek Monolingual
(Α ἀπορρυπαίνω)
νεοελλ.
απομακρύνω τις ρυπαρές ουσίες από μια επιφάνεια, καθαρίζω προσεκτικά
αρχ.
βρομίζω, λερώνω.