ἁλισμάραγος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ον, A sea-resounding, Nonn.D.39.362.
German (Pape)
[Seite 98] κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλισμάρᾰγος: -ον, ὁ ὡς ἡ θάλασσα ἠχῶν, Νόνν. Δ. 39. 362.
Spanish (DGE)
(ἁλισμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [ᾰλισμᾰ-]
que resuena en el mar κυδοιμός Nonn.D.39.362.
Greek Monolingual
ἁλισμάραγος, -ον (Α)
βροντερός σαν θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].