ἄκναμπτος
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ἄκναπτος, ἄκνᾰφος, A = ἄγν-.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.
English (Slater)
ᾰκναμπτος, -ον
1 inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
Spanish (DGE)
v. ἄγναμπτος.