ἄνιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A = ἀνιαρός, A.Pers.256,1055,1061; ἄνιος· ἀνατεπείς (sic), Hsch.
German (Pape)
[Seite 237] = ἀνιαρός, κακά Aesch. Pers. 252. 1012. 1018.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῐος: -ον, (ἀνία) = ἀνιαρὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 256, 1055, 1061.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀνιαρός.
Spanish (DGE)
(ἄνῐος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
doloroso, funesto ἄνι' ἄνια κακὰ νεόκοτα καὶ δάι' duros, duros, ¡ay! males repentinos y crueles A.Pers.256, cf. ἄνιος· ἀνατεπείς Hsch.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄνῐος: -ον (ἀνία) = ἀνιαρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνιος: Aesch. = ἀνιαρός.