ἐλαφόβοσκον
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
τό, (ἐλᾰφο-βοσκός, ὁ, Hsch.) A plant eaten by deer as an antidote against the bite of snakes, parsnip, Pastinaca sativa, Dsc.3.69, Plin.HN22.79,Aët.13.21. II = ἐλελίσφακον, Dsc.3.33; = σκόρδον, Ps.-Dsc.2.152.
German (Pape)
[Seite 792] τό, (Hirschfutter), wilde Pastinake, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφόβοσκον: τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37).
Greek Monolingual
ἐλαφόβοσκον, το (Α)
1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών
2. το φασκόμηλο
3. το σκόρδο.