ἐμπαιδεύω

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπαιδεύω Medium diacritics: ἐμπαιδεύω Low diacritics: εμπαιδεύω Capitals: ΕΜΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: empaideúō Transliteration B: empaideuō Transliteration C: empaideyo Beta Code: e)mpaideu/w

English (LSJ)

A lecture amongst, τισί Philostr.VS1.21.3:—Pass., to be brought up in, ἐλευθέροισι τρόποις E.Fr.413.

German (Pape)

[Seite 809] darin, dabei erziehen, τινί, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαιδεύω: παιδεύω ἐν, ἢ μεταξύ, δεομένων δὲ τῶν Κλαζομενίων τὰς μελέτας αὐτὸν οἴκοι ποιεῖσθαι καὶ προβήσεσθαι τὰς Κλαζομενὰς ἐπὶ μέγα ἡγουμένων, εἰ τοιοῦτος δὴ ἀνὴρ ἐμπαιδεύσοι σφίσιν, κτλ., ἐὰν τοιοῦτος ἀνὴρ ἤθελε διδάξῃ μεταξὺ αὐτῶν, Φιλόστρ. 516. - Παθ., ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις, ἐκπαιδεύομαι, ἀνατρέφομαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 417.

Spanish (DGE)

1 educar en en v. pas. c. dat. abstr. ἐλευθέροισιν ἐμπεπαίδευμαι τρόποις E.Fr.413, ὁ ἐμπαιδευόμενος τοῖς πειρασμοῖς el disciplinado en las tentaciones Nil.M.79.452C.
2 intr. impartir enseñanza entre c. dat. de pers. σφίσιν Philostr.VS 516.

Greek Monolingual

ἐμπαιδεύω (Α)
1. «ἐμπαιδεύω τισίν» — διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους
2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» — παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους.