ἐπιμοιχεύω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A commit adultery besides, τινά with one, Ps.-Luc. Philopatr.6.
German (Pape)
[Seite 964] noch dazu Ehebruch treiben, τινά, mit einer Frau noch ehebrecherischen Umgang haben, Luc. Philopatr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμοιχεύω: μοιχεύω τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ μοιχεύω, ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.
French (Bailly abrégé)
commettre un adultère avec, acc..
Étymologie: ἐπί, μοιχεύω.
Greek Monolingual
ἐπιμοιχεύω (Α)
συνεχίζω να μοιχεύω, να έχω παράνομη ερωτική σχέση.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμοιχεύω: (с кем-л.) прелюбодействовать, развратничать (τινά Luc.).