ἐπιστατήρ
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A = τὸ στόμα τῆς νεώς, Hsch.: and in pl., = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς, Id. II. pl., = ἀγορανόμοι, Id.
German (Pape)
[Seite 983] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch στόμα νεώς u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ., ὅστις καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ «τὸ στόμα τῆς νεώς», καὶ κατὰ πληθ., «ἀγορανόμοι, καὶ οἱ τῶν πλοίων νομεῖς».