ἀποτρύχω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ῡ], = sq., A τινὰ πόνοις Ph.2.231:—Pass., ib.288, Plu. Ant.24; of land, Ph.2.371. (The form ἀποτρῠγ-χόομαι is dub. in Plu. Ant.38.)
German (Pape)
[Seite 332] = folgdm, Plut. Ant. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρύχω: [ῡ]: μέλλ. -ξω, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 24: - Παθ., Συνέσ. 49Α. Ὁ τύπος -χόομαι ἀμφίβ. ἐν Πλουτ. Ἀντ. 38.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποτρύω.
Étymologie: ἀπό, τρύχω.
Spanish (DGE)
fatigar, agotar πόνοις ... τοὺς ἱερέας Ph.2.231, en v. pas. ἱερὰ χώρα ... ἀποτρυχομένη Ph.2.371.
Greek Monotonic
ἀποτρύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, = το επόμ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
[ἀποτρύ¯ω]
= ἀποτρύω, Plut.