ἰσοπραξία
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἡ, A a faring equally, like condition, Eust.662.35.
German (Pape)
[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.
Greek Monolingual
ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο-πραξία, ευ-πραξία].