ἰσοπραξία

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπραξία Medium diacritics: ἰσοπραξία Low diacritics: ισοπραξία Capitals: ΙΣΟΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: isopraxía Transliteration B: isopraxia Transliteration C: isopraksia Beta Code: i)sopraci/a

English (LSJ)

ἡ, A a faring equally, like condition, Eust.662.35.

German (Pape)

[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.

Greek Monolingual

ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο-πραξία, ευ-πραξία].