ἰσχυροποιέω

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροποιέω Medium diacritics: ἰσχυροποιέω Low diacritics: ισχυροποιέω Capitals: ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ischyropoiéō Transliteration B: ischyropoieō Transliteration C: ischyropoieo Beta Code: i)sxuropoie/w

English (LSJ)

A strengthen, τὴν δύναμιν D.S.17.65; τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7; τόπον J.AJ15.8.5; στόμαχον [Gal.]14.752; establish, τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.:—Med., Onos.21.2:—Pass., ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16; τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid, ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201.

German (Pape)

[Seite 1273] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροποιέω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fortifier.
Étymologie: ἰσχυρός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχῡροποιέω: укреплять, усиливать, подкреплять (τὴν δύναμιν Diod.; τὴν ἐπικράτειάν τινος Polyb.): ὅτε ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμόν Arst. с повышением температуры.