ὀλόεις

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόεις Medium diacritics: ὀλόεις Low diacritics: ολόεις Capitals: ΟΛΟΕΙΣ
Transliteration A: olóeis Transliteration B: oloeis Transliteration C: oloeis Beta Code: o)lo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 325] εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόεις: εσσα, εν, = ὀλοός, μόνον παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 521, πρβλ. Δινδ. αὐτόθι 840.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. ὀλοός.

Greek Monolingual

ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].

Russian (Dvoretsky)

ὀλόεις: όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).