ὀλόεις
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
εσσα, εν, A = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 325] εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόεις: εσσα, εν, = ὀλοός, μόνον παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 521, πρβλ. Δινδ. αὐτόθι 840.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. ὀλοός.
Greek Monolingual
ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].
Russian (Dvoretsky)
ὀλόεις: όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).