ὀρειδρόμος

From LSJ
Revision as of 12:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειδρόμος Medium diacritics: ὀρειδρόμος Low diacritics: ορειδρόμος Capitals: ΟΡΕΙΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: oreidrómos Transliteration B: oreidromos Transliteration C: oreidromos Beta Code: o)reidro/mos

English (LSJ)

ον, A running on the hills, Pi.Pae.7.6 (ὀριδρ- Pap.), E.Ba.985 (lyr.), IA[1593], Nonn.D.5.229, 25.194 (v.l. ὀριδρ-).

German (Pape)

[Seite 371] die Berge durchlaufend, ἔλαφος, Eur. I. A. 1593.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειδρόμος: -ον, ὁ τρέχων ἀνὰ τὰ ὄρη, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1593.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, δραμεῖν.

English (Slater)

ὀρειδρόμος
   1 running on the mountains ]ὀρειδρόμον τ[ε (Diehl, Schr.: ὀρίδρομόν Π.) (Pae. 7.6)

Greek Monolingual

ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, -ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, -ον (Α)
αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρι- / ὀρεισ(σ)ι- (βλ. λ. όρος [II]) + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.

Greek Monotonic

ὀρειδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει πάνω στους λόφους, στα βουνά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειδρόμος: v. l. ὀρῑδρόμος 2 бегающий по горам (ἔλαφος Eur.).

Middle Liddell

ὀρει-δρόμος, ον, δραμεῖν
running on the hills, Eur.