ὀρνιθομαντεία
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ἡ, A divination from birds, Procl.ad Hes.Op.824.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθομαντεία: ἡ, ἡ διὰ τῶν πτηνῶν μαντεία, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· - ἀλλὰ ὀρνιθομαντεῖον, τό, εἶναι ἐσφ. γραφὴ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπαρ. 219C ἀντὶ κριθομαντεῖον, ὅπερ διετηρήθη ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων.
Greek Monolingual
η (Α ὀρνιθομαντεία)
πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + μαντεία.