ὑπεξαφύομαι
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
Pass., A to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξᾰφύομαι: Παθ, ἐξαντλοῦμαι, ἐκλείπω, ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) (για ρυάκι του οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»].