ῥίψοπλος

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίψοπλος Medium diacritics: ῥίψοπλος Low diacritics: ρίψοπλος Capitals: ΡΙΨΟΠΛΟΣ
Transliteration A: rhípsoplos Transliteration B: rhipsoplos Transliteration C: ripsoplos Beta Code: r(i/yoplos

English (LSJ)

ον, A throwing away one's arms, ἄτη ῥ., of a panic flight, A.Th.315.

German (Pape)

[Seite 846] die Waffen wegwerfend, Aesch. Spt. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίψοπλος: -ον, ὁ ῥίπτων τὰ ἑαυτοῦ ὅπλα, ἄτη ῥ., ἐπὶ πανικοῦ φόβου, ἐπὶ ὀλοσχεροῦς φυγῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jette ses armes, lâche.
Étymologie: ῥίπτω, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ-οπλος, χρύσ-οπλος].

Greek Monotonic

ῥίψοπλος: -ον, αυτός που ρίχνει από πάνω του τα όπλα του, προδότης, δειλός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίψοπλος: бросающий (в страхе) оружие, панический (ἄτη Aesch.).

Middle Liddell

ῥίψ-οπλος, ον,
throwing away one's arms, Aesch.