ῥικνότης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ητος, ἡ, A shrivelledness, Hsch. s.v. διερρικνοῦντο.
German (Pape)
[Seite 843] ητος, ἡ, zusammengezogenes, krummes, runzliges Wesen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνότης: -ητος, ἡ, «καμπυλότης» (Ἡσύχ. ἐν λέξ. διερρικνοῦτο), Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 933Α.