δαμώματα

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱμώματα Medium diacritics: δαμώματα Low diacritics: δαμώματα Capitals: ΔΑΜΩΜΑΤΑ
Transliteration A: damṓmata Transliteration B: damōmata Transliteration C: damomata Beta Code: damw/mata

English (LSJ)

τά, A = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar.Pax797, from Stes.(Fr. 37): expld. by κοινώματα, δημοσιώματα, Hsch. δαμώμενος· ἀγαλλόμενος, οἱ δὲ παίζων, Id. δαμώσεις· δημόται, ἢ οἱ ἐντελεῖς (Lacon.), Id. δαμώσικτον· δεδοκιμασμένον (Lacon.), Id. δᾶν, v. δᾶ.

German (Pape)

[Seite 522] τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar. Pax 798 aus Stesichor. frg. 39.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 797, ἐκ τοῦ Στησιχ. (Ἀποσπ. 39, Kleine).

French (Bailly abrégé)

μάτων (τά) :
chansons populaires.
Étymologie: δημόω.

Greek Monolingual

δαμώματα, τα (Α)
άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. του δημούμαι].

Greek Monotonic

δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, άσματα που ψάλλονται σε δημόσιο χώρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δᾱμώματα: τά дор. = *δημώματα.

Middle Liddell


= τὰ δημοσίαι ἀιδόμενα, songs sung in public, Ar.