πεδοστιβής

From LSJ
Revision as of 15:46, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πεδοστῐβής Medium diacritics: πεδοστιβής Low diacritics: πεδοστιβής Capitals: ΠΕΔΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: pedostibḗs Transliteration B: pedostibēs Transliteration C: pedostivis Beta Code: *pedostibh/s

English (LSJ)

ές, A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.). 2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].

Greek Monotonic

πεδοστῐβής: -ές (στιβεῖν), αυτός που πατά στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το ἱππηλάτης, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet.

Russian (Dvoretsky)

πεδοστῐβής:
1) идущий по земле, сухопутный (ὄχος Eur.);
2) пеший (λεώς Aesch.): πεδοστιβεῖ ποδί Eur. пешком по земле;
3) наземный (κνώδαλα Aesch.): εὕδομεν πεδοστιβεῖς Eur. мы спим на земле.

Middle Liddell

πεδο-στῐβής, ές στιβεῖν
earth-treading, Eur.:— on foot, opp. to ἱππηλάτης, Aesch.

English (Woodhouse)

treading the earth, walking the earth, walking the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)