μίξη

From LSJ
Revision as of 09:55, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

και μείξη, η (ΑΜ μίξις, -εως, Α και μεῑξις) μείγνυμι, μίγνυμι
1. η ενέργεια του μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῦ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)
3. το ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική μουσική
νεοελλ.
μουσ. η τεχνική της ανάμιξης, του συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό έργο, αλλ. μιξάζ.