οὖας

From LSJ
Revision as of 10:05, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

German (Pape)

[Seite 408] ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.

Greek (Liddell-Scott)

οὖᾰς: τό, ποιητ. ἀντὶ οὖς, ὠτός.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pl. οὔατα, dat. οὔασι(ν);
épq. et ion. c. οὖς.

Greek Monolingual

οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.

Greek Monotonic

οὖᾰς: τό, ποιητ. αντί οὖς, αυτί.

Russian (Dvoretsky)

οὖᾰς: ατος τό эп.-ион. = οὖς.

Middle Liddell

poet. for οὖς]
ear.