πρόβραχυς
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, A probrachys, a metrical foot, consisting of one short and four long syllables (e. g. rĕdūndāvērūnt), Diom.p.481 K.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ενν. πους) είδος μετρικού πόδα ο οποίος αποτελείται από πέντε συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη είναι βραχεία και οι υπόλοιπες τέσσερεις μακρές, δηλ. U- - - -
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
προβρᾰχύς: έος ὁ (sc. πούς) стих. пробрахий (стопа, начинающаяся с краткого слога).