ἐξαερίζω

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾱερίζω Medium diacritics: ἐξαερίζω Low diacritics: εξαερίζω Capitals: ΕΞΑΕΡΙΖΩ
Transliteration A: exaerízō Transliteration B: exaerizō Transliteration C: eksaerizo Beta Code: e)caeri/zw

English (LSJ)

= ἐξαερόω (make into air, volatilise, evaporate), Simp. in Cael. 571.8 (Pass.).

Spanish (DGE)

convertir en vapor en v. pas. τὸ ὕδωρ ἐξαεριζόμενον καὶ ἀραιούμενον Simp.in Cael.571.8.

Greek Monolingual

και ξαερίζωἐξαερίζω)
νεοελλ.
διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή»)
αρχ.
μεταβάλλω σε αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. του γαλλ. purger d'air (la machine) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].